- κυβευτής
- ο, θηλ. κυβεύτρια (Α κυβευτής) [κυβεύω]αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.)νεοελλ.αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσααρχ.(στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταίτίτλος δράματος τού Αντιφάνους.
Dictionary of Greek. 2013.